ἑνωτικούς

ἑνωτικούς
ἑνωτικός
serving to unite
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Μπουένος Άιρες — (Βuenos Αires). Πόλη (13.818.677 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Αργεντινής. Ιδρύθηκε το 1536 από τον κονκισταδόρ Πέδρο δε Μεντόσα και καταστράφηκε αμέσως μετά από τους Ινδιάνους. Τα ζώα που είχε φέρει ο Μεντόσα, αφού γύρισαν στην άγρια… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδόπουλος, Ησαΐας — (Πύργος Ηλείας 1852 – Ρώμη 1932). Έλληνας κληρικός της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Μετά το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών, γνωρίστηκε στην Κωνσταντινούπολη με ενωτικούς (ουνίτες) και ασπάστηκε τις ιδέες τους. Χειροτονήθηκε ιερέας το 1881 και από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”